- Σ(ε)ιληνός
- οκατώτερος ακόλουθος του Διόνυσου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… … Dictionary of Greek
σιλήνει — Α (κατά τον Ησύχ.) «μυ(λ)λίζει, σκώπτει, σιωπᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. Σ(ε)ιληνός] … Dictionary of Greek
σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα … Dictionary of Greek
σιληνικός — και σειληνικός, ή, όν, Α [Σ(ε)ιληνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σιληνό … Dictionary of Greek
σιληνώδης — και σειληνώδης, ῶδες, Α [Σ(ε)ιληνός] όμοιος με Σ(ε)ιληνό («τοῡτο οὐ σειληνῶδες [τὸ σχῆμα]», Πλάτ.) … Dictionary of Greek